φαῦλα

φαῦλα
дурное

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φαῦλα" в других словарях:

  • φαῦλα — φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαῦλ' — φαῦλα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλε , φαῦλος cheap masc voc sg φαῦλε , φαῦλος cheap masc/fem voc sg φαῦλαι , φαῦλος cheap fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • φαυλορρεπής — ές, Μ αυτός που ρέπει προς τα φαύλα πράγματα. επίρρ... φαυλορρεπῶς Μ με ροπή προς τα φαύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ρρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἰσο ρρεπής] …   Dictionary of Greek

  • αισχρόμητις — αἰσχρόμητις ( ιος), ο, η (Α) αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»] …   Dictionary of Greek

  • ονοστός — ὀνοστός και ὀνοτός, ή, όν (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι άξιος μομφής ή περιφρόνησης 2. (κατά Αν Ησύχ.) «ὀνοστά ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα». επίρρ... ὀνοστῶς (Μ) με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • πυργώνω — πυργῶ, όω, ΝΜΑ [πύργος] 1. περιβάλλω ή περιφράσσω έναν τόπο με πύργους («λιπὼν ἐπύργωσ ἄστυ Θηβαίων τόδε», Ευρ.) 2. μτφ. καθιστώ κάτι ψηλό σαν πύργο με τη συσσώρευση πολλών αντικειμένων νεοελλ. παθ. πυργώνομαι σηκώνομαι ψηλά, ανυψώνομαι («κι… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • συναποτίκτω — Α 1. γεννώ συγχρόνως 2. παράγω κάτι από κοινού με άλλον 3. παράγω συγχρόνως («τὴν φύσιν... πολλὰ τοῑς χρηστοῑς ὁμοῡ φαῡλα συναποτίκτειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποτίκτω «γεννώ, παράγω»] …   Dictionary of Greek

  • τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …   Dictionary of Greek

  • φαυλογράφος — ο, ΝΜ αυτός που γράφει φαύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + γράφος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»